Βυζάντιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βυζάντιος, Αλέξανδρος — (Ναύπλιο 1841 – Αθήνα 1898). Δημοσιογράφος και ποιητής. Γιος του Σκαρλάτου Β., σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στη Λειψία, στο πανεπιστήμιο της οποίας αναγορεύτηκε διδάκτορας. Σε ηλικία 16 ετών βραβεύτηκε στον… … Dictionary of Greek
Βυζάντιος, Αναστάσιος — (Αθήνα 1839 – 1892). Δημοσιογράφος. Γιος του Σκαρλάτου Β., φυλακίστηκε πολύ νέος μαζί με τον ποιητή Αχιλλέα Παράσχο για τα αντιοθωνικά του φρονήματα (1859). Το 1861 έφυγε για τη Βιέννη, όπου έγινε διευθυντής της ελληνικής εφημερίδας Ημέρα, την… … Dictionary of Greek
Βυζάντιος, Δημήτριος — (Κωνσταντινούπολη 1790 – Πάτρα 1853). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του κωμωδιογράφου και αγιογράφου Δημητρίου Κ. Χατζή Ασλάνη. Στη διάρκεια του Αγώνα του 1821 υπηρέτησε σε διάφορες κρατικές υπηρεσίες, προπάντων όμως έγινε γνωστός ως κωμωδιογράφος και… … Dictionary of Greek
Βυζάντιος, Περικλής — (Αθήνα 1893 – 1972). Ζωγράφος, σκηνογράφος και γελοιογράφος. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών και την Ακαδημία Ζιλιέν του Παρισιού. Πρωτοεμφανίστηκε στην Πανελλήνια Έκθεση του 1917. Το 1919 συγκρότησε με τον Παρθένη, τον Λύτρα και άλλους την Ομάδα … Dictionary of Greek
Βυζάντιος, Σκαρλάτος — (Ιάσιο, Μολδαβία 1798 – Αθήνα 1878). Λόγιος και λεξικογράφος. Ο πατέρας του είχε το αξίωμα του μεγάλου αρμάση στην αυλή της Μολδαβίας επί ηγεμονίας Αλ. Καλλιμάχη. Αφετηρία για την πλούσια ελληνομάθειά του ήταν η Μεγάλη Σχολή της Ξηροκρήνης της… … Dictionary of Greek
Βυζάντιος, Χρήστος — (Κωνσταντινούπολη 1805 – 1877). Αγωνιστής του 1821. Ήρθε στην επαναστατημένη Ελλάδα και πήρε μέρος σε πολλές μάχες ως υπαξιωματικός στο σώμα του Γάλλου συνταγματάρχη Φαβιέρου (1825). Πληγώθηκε στην Κάρυστο. Όταν ελευθερώθηκε η Ελλάδα, έλαβε τον… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος ο Βυζάντιος — (Κωνσταντινούπολη 1777 – 1862). Βυζαντινός ψάλτης και μουσικοδιδάσκαλος. Προσελήφθη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1800 ως δεύτερος δομέστικος και αργότερα έγινε πρωτοψάλτης. Μελοποίησε στίχους του Πέτρου του Πελοποννήσιου και άλλων συγχρόνων του … Dictionary of Greek
Λεόντιος ο Βυζάντιος — (Κωνσταντινούπολη 480; – 540; μ.Χ.). Θεολόγος. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη ζωή του, εκτός από τη δική του μαρτυρία ότι κατά τη νεότητά του δέχτηκε ευμενώς το κήρυγμα των νεστοριανών, αλλά απομακρύνθηκε γρήγορα από αυτούς και κατέφυγε στη Μονή … Dictionary of Greek
Βυζαντίων — Βυζάντιος fem gen pl Βυζάντιος masc/neut gen pl Βυζάντιος neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)