Βυζάντιος

Βυζάντιος
Επώνυμο λογίων του 18ου αι. 1. Γεράσιμος. Δίδαξε στη σχολή της Πάτμου, όπου διαδέχτηκε τον Μακάριο τον Πάτμιο, του οποίου υπήρξε μαθητής. Έγραψε πολλά γραμματικά και θεολογικά έργα. Αξιομνημόνευτα είναι η Ερμηνεία εις το Δ’ βιβλίον της Γραμματικής του Θεοδώρου Γαζή και τα Σχόλια και υποσημειώματα. Όλα τα κείμενά του είναι γραμμένα στην αρχαΐζουσα. 2. Γεώργιος. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, στην οποία και δίδαξε διαδεχόμενος τον Ευγένιο Βούλγαρι. Το 1766 έγινε μητροπολίτης και πήρε το όνομα Γεδεών. Έχει μεταφράσει τον Άβελ του Γκένσερ και την Έρευνα για την πρόοδο και την πτώση των Ρωμαίων του Μοντεσκιέ. Και οι δύο εκδόσεις έγιναν στη Λειψία το 1795. 3. Προκόπιος. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπου αργότερα δίδαξε. Το 1752 έγινε μητροπολίτης Ευρίπου, πέθανε όμως έναν χρόνο μετά την εκλογή του. Έγραψε δεκαεξάστιχα επιγράμματα. Δείγμα γραφής του υπάρχει σε μία έκδοση της ακολουθίας του αγίου Νεοφύτου, που έγινε στο Βουκουρέστι (1743) και στην οποία καταχωρήθηκε και ένα επίγραμμά του για τον μητροπολίτη Άρτας Νεόφυτο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Βυζάντιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βυζάντιος, Αλέξανδρος — (Ναύπλιο 1841 – Αθήνα 1898). Δημοσιογράφος και ποιητής. Γιος του Σκαρλάτου Β., σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στη Λειψία, στο πανεπιστήμιο της οποίας αναγορεύτηκε διδάκτορας. Σε ηλικία 16 ετών βραβεύτηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • Βυζάντιος, Αναστάσιος — (Αθήνα 1839 – 1892). Δημοσιογράφος. Γιος του Σκαρλάτου Β., φυλακίστηκε πολύ νέος μαζί με τον ποιητή Αχιλλέα Παράσχο για τα αντιοθωνικά του φρονήματα (1859). Το 1861 έφυγε για τη Βιέννη, όπου έγινε διευθυντής της ελληνικής εφημερίδας Ημέρα, την… …   Dictionary of Greek

  • Βυζάντιος, Δημήτριος — (Κωνσταντινούπολη 1790 – Πάτρα 1853). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του κωμωδιογράφου και αγιογράφου Δημητρίου Κ. Χατζή Ασλάνη. Στη διάρκεια του Αγώνα του 1821 υπηρέτησε σε διάφορες κρατικές υπηρεσίες, προπάντων όμως έγινε γνωστός ως κωμωδιογράφος και… …   Dictionary of Greek

  • Βυζάντιος, Περικλής — (Αθήνα 1893 – 1972). Ζωγράφος, σκηνογράφος και γελοιογράφος. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών και την Ακαδημία Ζιλιέν του Παρισιού. Πρωτοεμφανίστηκε στην Πανελλήνια Έκθεση του 1917. Το 1919 συγκρότησε με τον Παρθένη, τον Λύτρα και άλλους την Ομάδα …   Dictionary of Greek

  • Βυζάντιος, Σκαρλάτος — (Ιάσιο, Μολδαβία 1798 – Αθήνα 1878). Λόγιος και λεξικογράφος. Ο πατέρας του είχε το αξίωμα του μεγάλου αρμάση στην αυλή της Μολδαβίας επί ηγεμονίας Αλ. Καλλιμάχη. Αφετηρία για την πλούσια ελληνομάθειά του ήταν η Μεγάλη Σχολή της Ξηροκρήνης της… …   Dictionary of Greek

  • Βυζάντιος, Χρήστος — (Κωνσταντινούπολη 1805 – 1877). Αγωνιστής του 1821. Ήρθε στην επαναστατημένη Ελλάδα και πήρε μέρος σε πολλές μάχες ως υπαξιωματικός στο σώμα του Γάλλου συνταγματάρχη Φαβιέρου (1825). Πληγώθηκε στην Κάρυστο. Όταν ελευθερώθηκε η Ελλάδα, έλαβε τον… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος ο Βυζάντιος — (Κωνσταντινούπολη 1777 – 1862). Βυζαντινός ψάλτης και μουσικοδιδάσκαλος. Προσελήφθη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1800 ως δεύτερος δομέστικος και αργότερα έγινε πρωτοψάλτης. Μελοποίησε στίχους του Πέτρου του Πελοποννήσιου και άλλων συγχρόνων του …   Dictionary of Greek

  • Λεόντιος ο Βυζάντιος — (Κωνσταντινούπολη 480; – 540; μ.Χ.). Θεολόγος. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη ζωή του, εκτός από τη δική του μαρτυρία ότι κατά τη νεότητά του δέχτηκε ευμενώς το κήρυγμα των νεστοριανών, αλλά απομακρύνθηκε γρήγορα από αυτούς και κατέφυγε στη Μονή …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντίων — Βυζάντιος fem gen pl Βυζάντιος masc/neut gen pl Βυζάντιος neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”